λεηλατούμαι

λεηλατούμαι
λεηλατούμαι, λεηλατήθηκα, λεηλατημένος βλ. πίν. 74
——————
Σημειώσεις:
λεηλατούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (λεηλατιόμουν).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αστυδρομούμαι — ἀστυδρομοῡμαι ( έομαι) (Α) λεηλατούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + δρομώ < δρόμος] …   Dictionary of Greek

  • λεηλατώ — (AM λεηλατῶ, έω) 1. αποκομίζω λεία, λαφυραγωγώ 2. κατακλέβω, ληστεύω («οι κλέφτες λεηλάτησαν το κατάστημα») 3. αφανίζω, ερημώνω («ἀπὸ θαλάσσης λεηλατεῡσι τὸ πεδίον», Ηρόδ.) αρχ. φρ. «λεηλατοῡμαι τῇ γαστρί» είμαι λαίμαργος, είμαι κοιλιόδουλος.… …   Dictionary of Greek

  • προσυλώ — άω, Α (συν. το παθ.) προσυλῶμαι, άομαι υφίσταμαι σύληση, λεηλατούμαι προηγουμένως («ἀλλὰ καὶ τῶν προσυληθέντων ἐπὶ... Τιβερίου», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + συλῶ «σκυλεύω, λεηλατώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”